- περίσκληρος
- περίσκληροςvery hardmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίσκληρος — ον, Α 1. πολύ σκληρός, κατάσκληρος («ὄγκος κακοήθης και περίσκληρος», Γαλ.) 2. μτφ. πολύ τραχύς, σφοδρός, ισχυρός 3. (για πρόσ.) πολύ επίμονος, άκαμπτος, ισχυρογνώμονας … Dictionary of Greek
περίσκληρον — περίσκληρος very hard masc/fem acc sg περίσκληρος very hard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκλήρων — περίσκληρος very hard masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίσκληρα — περίσκληρος very hard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκληρύνω — Α [περίσκληρος] σκληρύνω, καθιστώ κάτι σκληρό ολόγυρα, κατασκληρύνω («δέρμα περισκληρύνει», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek